μελανοκόμης

μελανοκόμης
μελᾰνο-κόμης, v. l. for μελαγκόμης in Poll.2.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελανοκόμης — μελανοκόμης, ὁ (Α) βλ. μελαγκόμης …   Dictionary of Greek

  • δαφνοκόμης — δαφνοκόμης, ο (Α) ο δαφνόκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + κόμης < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. αβροκόμης, μελανοκόμης)] …   Dictionary of Greek

  • μελαγκόμης — και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο κόμης, δαφνο κόμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”